- πρόθυρο
- το / πρόθυρον, ΝΜΑ, και προθίουρον Α(στον εν. και συν. στον πληθ.) τα πρόθυραα) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα ή γύρω από αυτήν (α. «τα πρόθυρα τής Ακαδημίας» β. «οὗτος ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῡ», Ηρόδ.)β) ο πρόναοςγ) μτφ. πολύ κοντινός τόπος (α. «τα πρόθυρα τής πόλης» β. «γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾱνος», Πίνδ.)δ) μτφ. μικρό χρονικό διάστημα πριν από την εξέλιξη μιας κατάστασης, οι παραμονές (α. «η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα τής καταστροφής» β. «ἐπὶ τοῑς τοῡ ἀγαθοῡ προθύροις», Πλάτ.)αρχ.1. η θύρα τής αυλής, η αυλόπορτα, η εξώπορτα («στῆ δ'... ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», Ομ. Ιλ.)2. το υπόστεγο που βρισκόταν μπροστά από το μέγαρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -θυρον (< θύρα) πρβλ. παρά-θυρο].
Dictionary of Greek. 2013.